- θνῄσκῃ
- θνήσκωpres subj mp 2nd sgθνήσκωpres ind mp 2nd sgθνήσκωpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θνήσκῃ — θνήσκω pres subj mp 2nd sg θνήσκω pres ind mp 2nd sg θνήσκω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσος — το (ΑΜ μῑσος) 1. έχθρα* 2. αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθεια προς κάποιον αρχ. αντικείμενο μίσους, μισητό πράγμα, μίσημα («ἄγεε τὸ μῑσος, ὡς κατ ὄμματ αὐτίκα παρόντι θνήσκῃ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μισῶ] … Dictionary of Greek